διεθνοποίηση

διεθνοποίηση
η
1. το να γίνεται ένα ζήτημα διεθνές
2. (για κράτη) η διακυβέρνηση από διεθνή επιτροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. και γαλλ. internationalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διεθνοποίηση — η το να αναφέρεται κάτι σε πολλά έθνη, να γίνει διεθνές: Διεθνοποίηση του προβλήματος της μόλυνσης του περιβάλλοντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγκόσμιος — α, ο (ΑΜ παγκόσμιος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο νεοελλ. 1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο β) «παγκόσμια… …   Dictionary of Greek

  • στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Καραπάνου-Παπαθανασίου, Νανά — (Αίγιο 1942 –). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την ποίηση και τις επιστημονικές και λογοτεχνικές μεταφράσεις. Η πρώτη ποιητική συλλογή της, με τον τίτλο Αμυχές, εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 1990. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης… …   Dictionary of Greek

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • διεθνοποιώ — διεθνοποίησα, διεθνοποιήθηκα, διεθνοποιημένος, κάνω κάτι διεθνές: Διεθνοποίηση της εργασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”